- οὔτημι
- οὐτάωwoundpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ούτημι — οὔτημι (Α) βλ. ουτάω … Dictionary of Greek
ουτάω — οὐτάω και οὔτημι και οὐτάζω (Α) 1. χτυπώ με όπλο, τραυματίζω (α. «πολλοὶ δ οὐτάζοντο κατὰ χρόα νηλέι χαλκῷ» Ομ. Ιλ. β. «οὖτα δὲ δουρὶ παρ ὀμφαλόν», Ομ. Ιλ.) 2. χτυπώ με το χέρι και τραυματίζω («Κύπριδα μὲν πρῶτα σχεδὸν οὔτασε χεῑρ ἐπὶ καρπῷ», Ομ … Dictionary of Greek